Μιχαήλ Ρομανόφ

Μιχαήλ Ρομανόφ
(1596 – 1645). Τσάρος της Ρωσίας (1613-45), γιος του μητροπολίτη Ροστόβ Φιλάρετου. Διάδοχος του τελευταίου τσάρου της δυναστείας των Ρούρικ Θεόδωρου, ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία μόλις 16 ετών (1613) με την υποστήριξη των βογιάρων και του κλήρου. Ο πατέρας του Φιλάρετος, τον οποίο ο Γκουντούνοφ ανάγκασε να δεχτεί το εκκλησιαστικό σχήμα, έγινε πατριάρχης της Μόσχας και βοήθησε τον Μ. στη διακυβέρνηση της χώρας έως τον θάνατό του (1634). Πέθανε στις 12 Απριλίου του 1645 αφήνοντας διάδοχο τον γιο του Αλέξιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ρομανόφ — Οικογένεια βογιάρων που καταγόταν από τον Ρομάν Γιούρεβιτς, συγγένεψε με τη δυναστεία των Ρούρικ και ανέβηκε στον θρόνο της Ρωσίας (1613) με τον Μιχαήλ, όταν εκείνη έσβησε, ύστερα από μια περίοδο αναταραχών με τον Μπόρις Γκοντουνόφ και τους ψευδο …   Dictionary of Greek

  • Μόσχα — (ρωσ. Moskva). Πόλη (8.305.000 το 2000) και πρωτεύουσα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, καθώς και της ομώνυμης επαρχίας (47.000 τ. χλμ.). Βρίσκεται χτισμένη σε μια λοφώδη περιοχή, σχεδόν στο γεωγραφικό κέντρο της Ευρωπαϊκής Ρωσίας, στις όχθες του ποταμού …   Dictionary of Greek

  • Λαδίσλαος — I (Wladyslav). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων της Πολωνίας. 1. Λ. Χέρμαν (1043 – 1102). Ηγεμόνας της Πολωνίας (1081 – 1102). Διαδέχθηκε στην εξουσία τον αδελφό του, Βολέσλαο Β’, αν και κατείχε μόνο τον τίτλο του δούκα της Πολωνίας. Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …   Dictionary of Greek

  • Κοστρομά — (Kostroma). Πόλη (289.300 κάτ. το 2003) στο κεντρικό τμήμα της ευρωπαϊκής Ρωσίας και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (Kostromskaya, 60.100 τ. χλμ., 766.400 κάτ. το 2002). Είναι χτισμένη σε απόσταση 300 χλμ. από τη Μόσχα, στη συμβολή των ποταμών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”